καλόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_22)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλόθριξ''': -τριχος, ὁ, ἡ, = [[καλλίθριξ]], Ἡρῳδ. Ἐπιμερ. 166. κλ.
|lstext='''καλόθριξ''': -τριχος, ὁ, ἡ, = [[καλλίθριξ]], Ἡρῳδ. Ἐπιμερ. 166. κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />([[αντί]] [[καλλίθριξ]]) αυτός που έχει ωραία [[κόμη]] ή [[χαίτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1312] τριχος, = καλλίθριξ, Hdn. epim. 16.

Greek (Liddell-Scott)

καλόθριξ: -τριχος, ὁ, ἡ, = καλλίθριξ, Ἡρῳδ. Ἐπιμερ. 166. κλ.

Greek Monolingual

καλόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
(αντί καλλίθριξ) αυτός που έχει ωραία κόμη ή χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + θρίξ, τριχός].