ἰπόω: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰπόω''': ῑ, [[καταπιέζω]], [[καταθλίβω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813 (Littré), Κρατῖν. ἐν «Κρεοβουλίνῃ» 10· - Παθ., πιέζομαι, ἰπούμενος, ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο (πρβλ. [[ἶπος]]) Αἰσχύλ. Πρ. 365· ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς, καταπιεζόμενος διὰ τῶν εἰσφορῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 924. | |lstext='''ἰπόω''': ῑ, [[καταπιέζω]], [[καταθλίβω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813 (Littré), Κρατῖν. ἐν «Κρεοβουλίνῃ» 10· - Παθ., πιέζομαι, ἰπούμενος, ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο (πρβλ. [[ἶπος]]) Αἰσχύλ. Πρ. 365· ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς, καταπιεζόμενος διὰ τῶν εἰσφορῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 924. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />presser, comprimer.<br />'''Étymologie:''' [[ἶπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A press, squeeze, Cratin.91; esp. in surgery, Hp.Art.47; ἰ. τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονος Heliod. ap. Orib.49.13.8:—Pass., to be weighed down, ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο A. Pr.365; ἰπούμενος ταῖς ἐσφοραῖς Ar.Eq.924.
German (Pape)
[Seite 1257] belasten, pressen; εἰσφοραῖς ἰπούμενος, durch Abgaben belastet, Ar. Equ. 920; ταῖς συμφοραῖς Cratin. bei Poll. 7, 41. S. auch ἰπνόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἰπόω: ῑ, καταπιέζω, καταθλίβω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813 (Littré), Κρατῖν. ἐν «Κρεοβουλίνῃ» 10· - Παθ., πιέζομαι, ἰπούμενος, ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο (πρβλ. ἶπος) Αἰσχύλ. Πρ. 365· ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς, καταπιεζόμενος διὰ τῶν εἰσφορῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 924.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
presser, comprimer.
Étymologie: ἶπος.