ἀρτεμισία: Difference between revisions
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτεμῐσία''': ἡ, «πόα [[θαμνοειδής]], [[παρόμοιος]] ἀψίνθῳ, μείζων δὲ καὶ λιπαρώτερα τὰ φύλλα ἔχουσα» Διοσκ. 3. 127· «[[ἀρτεμισία]] [[λεπτόφυλλος]]» ὁ αὐτ. 3. 128, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 4. | |lstext='''ἀρτεμῐσία''': ἡ, «πόα [[θαμνοειδής]], [[παρόμοιος]] ἀψίνθῳ, μείζων δὲ καὶ λιπαρώτερα τὰ φύλλα ἔχουσα» Διοσκ. 3. 127· «[[ἀρτεμισία]] [[λεπτόφυλλος]]» ὁ αὐτ. 3. 128, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />armoise, sorte d’absinthe, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Ἄρτεμις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A wormwood, ἀ. πλατυτέρα, = Artemisia arborescens, ἀ. λεπτοτέρα, = A. campestris, Dsc.3.113. 2 ἀ. μονόκλωνος, = A. scoparia, Ps.-Dsc.3.113. II = ἀμβροσία, ib.114.
German (Pape)
[Seite 361] ἡ, ein Kraut wie Beifuß, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτεμῐσία: ἡ, «πόα θαμνοειδής, παρόμοιος ἀψίνθῳ, μείζων δὲ καὶ λιπαρώτερα τὰ φύλλα ἔχουσα» Διοσκ. 3. 127· «ἀρτεμισία λεπτόφυλλος» ὁ αὐτ. 3. 128, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
armoise, sorte d’absinthe, plante.
Étymologie: Ἄρτεμις.