χρεμετισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρεμετισμός''': ὁ, τὸ χρεμετίζειν, [[χρεμέτισμα]], «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - [[ἐντεῦθεν]], 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, [[βροντή]], Θεοδ. Παλ. Διαθ.
|lstext='''χρεμετισμός''': ὁ, τὸ χρεμετίζειν, [[χρεμέτισμα]], «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - [[ἐντεῦθεν]], 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, [[βροντή]], Θεοδ. Παλ. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />hennissement.<br />'''Étymologie:''' [[χρεμετίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεμετισμός Medium diacritics: χρεμετισμός Low diacritics: χρεμετισμός Capitals: ΧΡΕΜΕΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chremetismós Transliteration B: chremetismos Transliteration C: chremetismos Beta Code: xremetismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Ar.Eq.553(lyr.), LXX Am.6.7: pl., D.H.Comp.16, Placit.4.19.1:— hence,    2 of any loud noise, thunder, Thd.Jb.39.19.

German (Pape)

[Seite 1370] ὁ, das Wiehern; Ar. Equ. 551; Plut. Sull. 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρεμετισμός: ὁ, τὸ χρεμετίζειν, χρεμέτισμα, «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - ἐντεῦθεν, 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, βροντή, Θεοδ. Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
hennissement.
Étymologie: χρεμετίζω.