πηνέλοψ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηνέλοψ''': Αἰολ. καὶ Δωρ. πᾱν-, οπος, ὁ, [[εἶδος]] νήσσης [[μετὰ]] πορφυρῶν γραμμῶν, πιθ. Anas Penelope, Ἀλκαῖ. 81, Ἴβυκ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 298, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16· ― παρ᾿ Ἰβύκῳ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει ποικιλοπανέλοπες ([[χάριν]] τοῦ μέτρου).
|lstext='''πηνέλοψ''': Αἰολ. καὶ Δωρ. πᾱν-, οπος, ὁ, [[εἶδος]] νήσσης [[μετὰ]] πορφυρῶν γραμμῶν, πιθ. Anas Penelope, Ἀλκαῖ. 81, Ἴβυκ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 298, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16· ― παρ᾿ Ἰβύκῳ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει ποικιλοπανέλοπες ([[χάριν]] τοῦ μέτρου).
}}
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br />espèce de canard <i>ou</i> d’oie sauvage.<br />'''Étymologie:''' DELG beaucoup de noms d’oiseaux en -οψ.
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνέλοψ Medium diacritics: πηνέλοψ Low diacritics: πηνέλοψ Capitals: ΠΗΝΕΛΟΨ
Transliteration A: pēnélops Transliteration B: pēnelops Transliteration C: pinelops Beta Code: phne/loy

English (LSJ)

Aeol. and Dor. πᾱν-, οπος, ὁ, a parti-coloured

   A duck, Alc. 84, Ibyc.8, Ar.Av.298, 1302, Ion Trag.68, Arist.HA593b23.

German (Pape)

[Seite 611] οπος, ὁ bei Schol. Ar. Av. 1302, ἡ Ibyc. 13, eine bunte, purpurstreifige Entenart; Ar. Av. 298. 1302; Arist. H. A. 8, 5, vgl. Tzetz. Lycophr. 792.

Greek (Liddell-Scott)

πηνέλοψ: Αἰολ. καὶ Δωρ. πᾱν-, οπος, ὁ, εἶδος νήσσης μετὰ πορφυρῶν γραμμῶν, πιθ. Anas Penelope, Ἀλκαῖ. 81, Ἴβυκ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 298, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16· ― παρ᾿ Ἰβύκῳ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει ποικιλοπανέλοπες (χάριν τοῦ μέτρου).

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
espèce de canard ou d’oie sauvage.
Étymologie: DELG beaucoup de noms d’oiseaux en -οψ.