ὀστοποιητικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(6_11)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, [[δύναμις]] Γαλην. 5. 12.
|lstext='''ὀστοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, [[δύναμις]] Γαλην. 5. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀστοποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> <i>ποιῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστοποιητικός Medium diacritics: ὀστοποιητικός Low diacritics: οστοποιητικός Capitals: ΟΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ostopoiētikós Transliteration B: ostopoiētikos Transliteration C: ostopoiitikos Beta Code: o)stopoihtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for making bone, δύναμις Gal.Nat.Fac.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, δύναμις Γαλην. 5. 12.

Greek Monolingual

ὀστοποιητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ποιῶ].