ὠκιμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source
(6_7)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκιμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὤκιμον]], ὠκ. ὄδωδε Νικ. Ἀλεξιφ. 280. ΙΙ. ὠκιμοειδές, τό, [[φυτόν]] τι, Saponaria ocimoides ἢ Silene Gallica, Διοσκ. 4.28.
|lstext='''ὠκιμοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὤκιμον]], ὠκ. ὄδωδε Νικ. Ἀλεξιφ. 280. ΙΙ. ὠκιμοειδές, τό, [[φυτόν]] τι, Saponaria ocimoides ἢ Silene Gallica, Διοσκ. 4.28.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με το [[φυτό]] ώκιμο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠκιμοειδές</i><br />α) αρχαία [[ονομασία]] φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο [[γένος]] [[σαπωναρία]] ή στο [[γένος]] [[σιληνή]], η [[προβαταία]]<br />β) [[είδος]] του φυτού [[χαμαιλέων]]<br />γ) το [[φυτό]] [[κλινοπόδιο]]<br />δ) το [[φυτό]] [[έρινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὤκιμον]] «[[βασιλικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῐμοειδής Medium diacritics: ὠκιμοειδής Low diacritics: ωκιμοειδής Capitals: ΩΚΙΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ōkimoeidḗs Transliteration B: ōkimoeidēs Transliteration C: okimoeidis Beta Code: w)kimoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like ὤκιμον, neut. as Adv., ὠκιμοειδὲς ὄδωδε Nic. Al.280.    II ὠκιμοειδές, τό, catchfly, Silene gallica, Dsc.4.28, Gal.12.158.    2 = χαμαιλέων μέλας, Dsc.3.9.    3 = κλινοπόδιον, ib.95.    4 = ἔρινος, Campanula Erinos, small rampion, Ps.-Dsc.4.141.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκιμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὤκιμον, ὠκ. ὄδωδε Νικ. Ἀλεξιφ. 280. ΙΙ. ὠκιμοειδές, τό, φυτόν τι, Saponaria ocimoides ἢ Silene Gallica, Διοσκ. 4.28.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. όμοιος με το φυτό ώκιμο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκιμοειδές
α) αρχαία ονομασία φυτού, που, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη, ανήκει στο γένος σαπωναρία ή στο γένος σιληνή, η προβαταία
β) είδος του φυτού χαμαιλέων
γ) το φυτό κλινοπόδιο
δ) το φυτό έρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὤκιμον «βασιλικός» + -ειδής].