συνεξίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_20)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεξίσταμαι''': Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.
|lstext='''συνεξίσταμαι''': Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξίσταμαι]]<br />[[εξέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξίσταμαι Medium diacritics: συνεξίσταμαι Low diacritics: συνεξίσταμαι Capitals: ΣΥΝΕΞΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: synexístamai Transliteration B: synexistamai Transliteration C: syneksistamai Beta Code: suneci/stamai

English (LSJ)

Pass.,

   A make common cause with, Plb.3.34.9, 3.68.8, 5.39.4.

German (Pape)

[Seite 1016] (s. ἵστημι), mit od. zugleich aufstehen und herausgehen, in den Kampf ziehen, Pol. 3, 34, 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξίσταμαι: Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.

Greek Monolingual

Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.