μονόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
(6_14)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μίαν μόνην χεῖρα, Νικόμαχ. ἐν Ἀριθμ. Εἰσαγωγ. 1. 15.
|lstext='''μονόχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μίαν μόνην χεῖρα, Νικόμαχ. ἐν Ἀριθμ. Εἰσαγωγ. 1. 15.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η, αρσ. και μονόχειρας (ΑΜ [[μονόχειρ]])<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[χέρι]], κουλοχέρης, [[κουλός]], [[μονοχέρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χειρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αδικό</i>-[[χειρ]], <i>μαλακό</i>-[[χειρ]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχειρ Medium diacritics: μονόχειρ Low diacritics: μονόχειρ Capitals: ΜΟΝΟΧΕΙΡ
Transliteration A: monócheir Transliteration B: monocheir Transliteration C: monocheir Beta Code: mono/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A with but one hand, Nicom. Ar.1.15.

German (Pape)

[Seite 206] ειρος, einhändig, Nicom. Ar. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μίαν μόνην χεῖρα, Νικόμαχ. ἐν Ἀριθμ. Εἰσαγωγ. 1. 15.

Greek Monolingual

ο, η, αρσ. και μονόχειρας (ΑΜ μονόχειρ)
αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, κουλοχέρης, κουλός, μονοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χειρ (πρβλ. αδικό-χειρ, μαλακό-χειρ)].