καινοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινοποιός''': -όν, [[κάμνω]] τι νέον, ἀνανεώνων, καινοποιοῦν [[πνεῦμα]] Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 608D.
|lstext='''καινοποιός''': -όν, [[κάμνω]] τι νέον, ἀνανεώνων, καινοποιοῦν [[πνεῦμα]] Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 608D.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] νέο, που ανανεώνει, ο [[ανανεωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-[[ποιός]], <i>κακο</i>-[[ποιός]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοποιός Medium diacritics: καινοποιός Low diacritics: καινοποιός Capitals: ΚΑΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kainopoiós Transliteration B: kainopoios Transliteration C: kainopoios Beta Code: kainopoio/s

English (LSJ)

   A novator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1294] neu machend, erneuernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινοποιός: -όν, κάμνω τι νέον, ἀνανεώνων, καινοποιοῦν πνεῦμα Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 608D.

Greek Monolingual

καινοποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει κάτι νέο, που ανανεώνει, ο ανανεωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, κακο-ποιός.