ὑπαγωγή: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπᾰγωγή''': ἡ, ἡ βαθμιαία [[προσαγωγή]], τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - [[ἀπάτη]], [[πανουργία]], διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, [[Πολυδ]]. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. [[κίνησις]] τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ [[ὑπάγω]] τοῦ ἀμεταβ.), [[ὑποχώρησις]], [[ἀποχώρησις]], Θουκ. 3. 97· - «[[ὑπαγωγή]]: ἡ ταῖς ναυσὶ [[σκέπη]]· καὶ προσόρμησις· [[οἷον]] ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. [[ὑπάγω]] Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206. | |lstext='''ὑπᾰγωγή''': ἡ, ἡ βαθμιαία [[προσαγωγή]], τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - [[ἀπάτη]], [[πανουργία]], διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, [[Πολυδ]]. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. [[κίνησις]] τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ [[ὑπάγω]] τοῦ ἀμεταβ.), [[ὑποχώρησις]], [[ἀποχώρησις]], Θουκ. 3. 97· - «[[ὑπαγωγή]]: ἡ ταῖς ναυσὶ [[σκέπη]]· καὶ προσόρμησις· [[οἷον]] ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. [[ὑπάγω]] Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de se retirer, retraite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A leading on gradually, τοῦ κυνηγεσίου X.Cyn.6.12; leading on artfully, D.19.322 (v.l. ἐπ-, pl.), Poll.4.50, Phot. 2 Gramm., introduction, use of a form, A.D. Synt.206.19. II clearing out or purging of the body downwards, κοιλίας Dsc.3.25; γαστρός Gal.6.278, al. III (ὑπάγω intr.) retreat, withdrawal, Th.3.97; retreat or haven for ships, Phot. 2 sinking down, squatting (cf. ὑπάγω B. IV), ἐξ ὑπαγωγῆς Arist.HA578b7. IV irrigation-channel, Sammelb.5126.25 (iii A.D.). V bringing down of a bandage, Sor.Fasc.32.
German (Pape)
[Seite 1180] ἡ, 1) das Darunter-, Hinzu-, Hineinführen oder -bringen, Xen. Cyn. 6, 12; – das Anführen, Verlocken, die Täuschung, Dem. 19, 323, wo Bekker ἐπαγωγαί schreibt. – 2) das Abführen und Reinigen des Leibes, τῆς κοιλίας, Purgiren, Diosc. – 3) das Zurückführen, u. intr., der Rückzug, der Abzug, διώξεις καὶ ὑπαγωγαί Thuc. 3, 97.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰγωγή: ἡ, ἡ βαθμιαία προσαγωγή, τοῦ κυνηγεσίου Ξεν. Κυν. 6 12· - ἀπάτη, πανουργία, διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 444. 23, Πολυδ. Δ΄, 50, Φώτ. ΙΙ. κίνησις τῆς κοιλίας, Διοσκ. 3. 30. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ ὑπάγω τοῦ ἀμεταβ.), ὑποχώρησις, ἀποχώρησις, Θουκ. 3. 97· - «ὑπαγωγή: ἡ ταῖς ναυσὶ σκέπη· καὶ προσόρμησις· οἷον ὕφορμός τις» Φώτ., Ἐτυμολ. Μέγ. 777, 24. 2) «χαμήλωμα», «ζάρωμα» (πρβλ. ὑπάγω Β. IV), ὀχείαν ποιεῖσθαι ἐξ ὑπαγωγῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 1. 3) τὸ ὑπάγεσθαι, τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγὴν Ἀπολλών. π. Συντάξ. 206.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de se retirer, retraite.
Étymologie: ὑπάγω.