λίσφος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(6_10)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίσφος''': -η, -ον, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἄπυγος, Μοῖρ. 245· λεγόμενον Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ [[λίσπος]] (ὃ ἴδε), Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 156. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λίσφοι, οἱ, = ἰσχία, Ἐτυμολ. Μέγ. 567. 20.
|lstext='''λίσφος''': -η, -ον, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἄπυγος, Μοῖρ. 245· λεγόμενον Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ [[λίσπος]] (ὃ ἴδε), Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 156. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λίσφοι, οἱ, = ἰσχία, Ἐτυμολ. Μέγ. 567. 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[λίσφος]], -η, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λίσπος]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίσφος Medium diacritics: λίσφος Low diacritics: λίσφος Capitals: ΛΙΣΦΟΣ
Transliteration A: lísphos Transliteration B: lisphos Transliteration C: lisfos Beta Code: li/sfos

English (LSJ)

η, ον, Att. for ἄπυγος, Moer.p.245 P.; said to be Att. for λίσπος (q. v.), Tz.ad Hes.Op.156.    II as Subst. λίσφοι, οἱ, = ἴσχια, EM567.20.

German (Pape)

[Seite 53] att. = λίσπος, vgl. Lob. zu Phryn. p. 113 u. Moeris, der es für attisch erkl., hellenistisch ἄπυγος.

Greek (Liddell-Scott)

λίσφος: -η, -ον, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἄπυγος, Μοῖρ. 245· λεγόμενον Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ λίσπος (ὃ ἴδε), Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 156. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λίσφοι, οἱ, = ἰσχία, Ἐτυμολ. Μέγ. 567. 20.

Greek Monolingual

λίσφος, -η, -ον (Α)
βλ. λίσπος.