προπωλητής: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπωλητής''': [[προπώλης]], Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6.
|lstext='''προπωλητής''': [[προπώλης]], Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. -ήτρια, ΝΑ [[προλωλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] που προπωλεί προϊόντα από [[πριν]], [[δηλαδή]] [[προτού]] [[είναι]] έτοιμα για [[παράδοση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεσίτης]], [[προπώλης]].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπωλητής Medium diacritics: προπωλητής Low diacritics: προπωλητής Capitals: ΠΡΟΠΩΛΗΤΗΣ
Transliteration A: propōlētḗs Transliteration B: propōlētēs Transliteration C: propolitis Beta Code: propwlhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = foreg., PGrenf. 1.36.8(i B.C.), PAmh.2.51.28(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 742] ὁ, = προπώλης, Inscr. Aeg. Papyr. Böckh p. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προπωλητής: προπώλης, Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ήτρια, ΝΑ προλωλῶ
νεοελλ.
άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση
αρχ.
μεσίτης, προπώλης.