πάμφυρτος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
(6_16) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάμφυρτος''': -ον, ἀναμεμιγμένος ἐκ παντὸς εἴδους, Ὀππ. Ἁλ. 1. 779, Λογγῖν. 9. 7. | |lstext='''πάμφυρτος''': -ον, ἀναμεμιγμένος ἐκ παντὸς εἴδους, Ὀππ. Ἁλ. 1. 779, Λογγῖν. 9. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάμφυρτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αναμεμιγμένος με [[κάθε]] [[είδος]], [[σύνθετος]] από διάφορα πράγματα, [[παντοειδής]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πάμφυρτα</i><br />συγκεχυμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυρτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] «[[ανακατεύω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A mixed of all sorts, γέννημα Ph.1.148, cf. 2.53, Longin.9.7, Opp.H.1.779: neut. pl. as Adv., confusedly, S. Ichn.232.
German (Pape)
[Seite 455] aus Allem gemischt, durch einander gewirrt; ἀφυσγετός, Opp. Hal. 1, 779; auch in späterer Prosa, wie Philo.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφυρτος: -ον, ἀναμεμιγμένος ἐκ παντὸς εἴδους, Ὀππ. Ἁλ. 1. 779, Λογγῖν. 9. 7.
Greek Monolingual
πάμφυρτος, -ον (Α)
1. αναμεμιγμένος με κάθε είδος, σύνθετος από διάφορα πράγματα, παντοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμφυρτα
συγκεχυμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φυρτος (< φύρω «ανακατεύω»)].