λογέμπορος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λογέμπορος''': -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις [[παράδοξος]] λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47 | |lstext='''λογέμπορος''': -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις [[παράδοξος]] λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47 | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λογέμπορος]] και, [[κατά]] τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει [[εμπόριο]] στα [[λόγια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A phrase-monger, Artem.2.70: a pecul. accent λογεμπόρος is mentioned by Eust.463.40, 1447.47.
Greek (Liddell-Scott)
λογέμπορος: -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις παράδοξος λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47
Greek Monolingual
λογέμπορος και, κατά τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)
αυτός που κάνει εμπόριο στα λόγια.