ἀντακαῖος: Difference between revisions
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντακαῖος''': ὁ, [[εἶδος]] μεγάλου ἰχθύος διαιτωμένου [[κυρίως]] ἐν ποταμοῖς, ὡς ἐν τῷ Βορισθένει καὶ τῷ Ἴστρῳ, πιθαν. ὁ [[ὀξύρρυγχος]], κοιν. «μουροῦνα», Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 1. 9, Αἰλ. π. Ζ.14. 23. 2) ὡς ἐπίθ., [[τάριχος]] ἀντακαῖον, «χαβιάρι», Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 3. | |lstext='''ἀντακαῖος''': ὁ, [[εἶδος]] μεγάλου ἰχθύος διαιτωμένου [[κυρίως]] ἐν ποταμοῖς, ὡς ἐν τῷ Βορισθένει καὶ τῷ Ἴστρῳ, πιθαν. ὁ [[ὀξύρρυγχος]], κοιν. «μουροῦνα», Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 1. 9, Αἰλ. π. Ζ.14. 23. 2) ὡς ἐπίθ., [[τάριχος]] ἀντακαῖον, «χαβιάρι», Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />sorte d’esturgeon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, a sort of
A sturgeon, Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA14.23. 2 Adj., τάριχος ἀν καῖον Antiph.186.
German (Pape)
[Seite 243] ὁ, eine Störart, Her. 4, 53; τάριχος ἀντακαῖον, Kaviar, Antiphan. Ath. III, 118 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντακαῖος: ὁ, εἶδος μεγάλου ἰχθύος διαιτωμένου κυρίως ἐν ποταμοῖς, ὡς ἐν τῷ Βορισθένει καὶ τῷ Ἴστρῳ, πιθαν. ὁ ὀξύρρυγχος, κοιν. «μουροῦνα», Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 1. 9, Αἰλ. π. Ζ.14. 23. 2) ὡς ἐπίθ., τάριχος ἀντακαῖον, «χαβιάρι», Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte d’esturgeon, poisson.
Étymologie: DELG prob. emprunt.