ἡμιπέπανος: Difference between revisions
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
(6_17) |
(16) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιπέπᾰνος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὥριμος]], παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei. | |lstext='''ἡμιπέπᾰνος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὥριμος]], παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμιπέπανος]], -ον (Α)<br />[[κατά]] το ήμισυ ώριμος, μισοωριμασμένος, [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέπανος]] «ώριμος» <span style="color: red;"><</span> [[πεπαίνω]] «[[ωριμάζω]]» με αντίστροφη [[παραγωγή]] <span style="color: red;"><</span> [[πέπων]] «ώριμος»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:35, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1169] halb reif, Sp.; auch ἡμιπέπειρος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπέπᾰνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei.
Greek Monolingual
ἡμιπέπανος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ ώριμος, μισοωριμασμένος, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέπανος «ώριμος» < πεπαίνω «ωριμάζω» με αντίστροφη παραγωγή < πέπων «ώριμος»].