ἑκατοστύς: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑκᾰτοστύς''': -ύος, ἡ, = [[ἑκατοντάς]], Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Πλουτ. Ρωμ. 8. ΙΙ. [[διαίρεσις]] χώρας, Ἐπιγραφ. Ὀλβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 30, (προσθῆκαι) 3641 β. | |lstext='''ἑκᾰτοστύς''': -ύος, ἡ, = [[ἑκατοντάς]], Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Πλουτ. Ρωμ. 8. ΙΙ. [[διαίρεσις]] χώρας, Ἐπιγραφ. Ὀλβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 30, (προσθῆκαι) 3641 β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ύος (ἡ) :<br />centurie, centaine.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A = ἑκατοντάς, X.Cyr.6.3.34, Plu.Rom.8. II a division of a community, a hundred, Aen. Tact.11.10a, IPE12.79.30 (Olbia, i A.D.), Milet.3 No.153 (Byzantium), SIG645.61 (Seleucia Cilic., ii B.C.), CIG3641b (Lampsacus), etc.
German (Pape)
[Seite 753] ύος, ἡ, = ἑκατοντάς, Xen. Cyr. 6, 3, 34 u. Sp., wie Plut. Rom. 8, centuria.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτοστύς: -ύος, ἡ, = ἑκατοντάς, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Πλουτ. Ρωμ. 8. ΙΙ. διαίρεσις χώρας, Ἐπιγραφ. Ὀλβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 30, (προσθῆκαι) 3641 β.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
centurie, centaine.
Étymologie: ἑκατόν.