ἑκατοστύς

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοστύς Medium diacritics: ἑκατοστύς Low diacritics: εκατοστύς Capitals: ΕΚΑΤΟΣΤΥΣ
Transliteration A: hekatostýs Transliteration B: hekatostys Transliteration C: ekatostys Beta Code: e(katostu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,
A = ἑκατοντάς, X.Cyr.6.3.34, Plu.Rom.8.
II a division of a community, a hundred, Aen. Tact.11.10a, IPE12.79.30 (Olbia, i A.D.), Milet.3 No.153 (Byzantium), SIG645.61 (Seleucia Cilic., ii B.C.), CIG3641b (Lampsacus), etc.

Spanish (DGE)

-ύος, ἡ
centenar, centuria para designar agrupaciones encuadradas en unidades superiores:
a) militares τῶν ἁρμάτων constituyendo un escuadrón, X.Cyr.6.3.34, πολλὴν ... δύναμιν ἦγε συλλελοχισμένην εἰς ἑκατοστύας llevaba un gran cuerpo de ejército dividido en centurias Plu.Rom.8, κατ' ἴλας τε καὶ ἑκατοστύας Arr.An.6.27.6, cf. 7.24.4, Synes.Catast.2 (p.288);
b) tribales, inferiores a las φυλαί dorias que aparecen en época helenística en diversas ciudades: en Mégara ἑ. Κυνοσουρίς IG 42.42.20 (III a.C.), en colonias de Mégara, Heraclea Póntica, Aen.Tact.11.10bis, Bizancio ἐξεῖμεν αὐτοῖς ποτιγράψασθαι ποτὶ τᾶν ἑκατοστύων ᾅ κε θέλωντι Milet 1(3).153.31 (II a.C.), cf. IPE 12.79.30 (Olbia I d.C.), IByzantion 1.61 (II a.C.), en Lámpsaco τοὺς πολίτας πάντας κατὰ φυλὰς καὶ ἑκατοστῦς γεγραμμένους ILampsakos 9.40 (II a.C.), en Samos como subdivisión de la χιλιαστύς: ἐπικληρῶσαι αὐτοὺς ἐπί τε φυλὴν καὶ χιλιαστὺν καὶ ἑκατοστὺν καὶ γένος IG 12(6).25.17, cf. 17.30 (ambas Samos IV a.C.), 95.28 (Samos III a.C.).

German (Pape)

[Seite 753] ύος, ἡ, = ἑκατοντάς, Xen. Cyr. 6, 3, 34 u. Sp., wie Plut. Rom. 8, centuria.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
centurie, centaine.
Étymologie: ἑκατόν.

Russian (Dvoretsky)

ἑκᾰτοστύς: ύος ἡ
1 сотня (ἑκατοστύες τῶν ἁρμάτων Xen.);
2 (у римлян), центурия (δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτοστύς: -ύος, ἡ, = ἑκατοντάς, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Πλουτ. Ρωμ. 8. ΙΙ. διαίρεσις χώρας, Ἐπιγραφ. Ὀλβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2060. 30, (προσθῆκαι) 3641 β.

Greek Monolingual

ἑκατοστύς, η (Α)
1. η εκατοντάδα
2. υποδιαίρεση κοινότητας ή φυλής.

Greek Monotonic

ἑκᾰτοστύς: -ύος, ἡ, = ἑκατοντάς, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἑκᾰτοστύς, ύος = ἑκατοντάς, Xen.]