εὔχυλος: Difference between revisions
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(6_17) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔχῡλος''': -ον, ἔχων καλὸν χυλόν, [[πλήρης]] χυλοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 15· Ἱκέσιος, [[αὐτόθι]] 282D. - Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 589. 28. | |lstext='''εὔχῡλος''': -ον, ἔχων καλὸν χυλόν, [[πλήρης]] χυλοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 15· Ἱκέσιος, [[αὐτόθι]] 282D. - Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 589. 28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔχυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, [[εύγευστος]], [[νόστιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐχύλως</i> (Α)<br />με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χυλός]] «[[χυμός]]-[[γεύση]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A juicy, succulent, Thphr.CP6.11.15 (Comp.), Archig ap.Gal.12.460, etc.; of meat, Alex.189, Diph.Siph. ap. Ath.2.62c, Hices.ib.7.282d: metaph., Phld.Po.1676 Fr.11. Adv. -λως Hp.Mul.1.17.
German (Pape)
[Seite 1110] mit guten Säften, saftreich, Theophr., von Pflanzen; wohlschmeckend, bei Ath. VII, 282 d u. öfter. – Adv. εὐχύλως, saftreich, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχῡλος: -ον, ἔχων καλὸν χυλόν, πλήρης χυλοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 15· Ἱκέσιος, αὐτόθι 282D. - Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 589. 28.
Greek Monolingual
εὔχυλος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, εύγευστος, νόστιμος.
επίρρ...
εὐχύλως (Α)
με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χυλός «χυμός-γεύση»].