ἐκμελής: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶνevery man in love is compliant

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἔξω τοῦ μέλους, [[παράφωνος]], κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. [[πλημμελής]]), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, [[ἀνάγωγος]], [[ἀχαλίνωτος]], Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «[[ἐκμελής]]· [[ἀνάρμοστος]], ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς [[Πολυδ]]. Δ΄, 57.
|lstext='''ἐκμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἔξω τοῦ μέλους, [[παράφωνος]], κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. [[πλημμελής]]), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, [[ἀνάγωγος]], [[ἀχαλίνωτος]], Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «[[ἐκμελής]]· [[ἀνάρμοστος]], ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς [[Πολυδ]]. Δ΄, 57.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />dissonant ; <i>fig.</i> déplacé, peu convenable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μέλος]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμελής Medium diacritics: ἐκμελής Low diacritics: εκμελής Capitals: ΕΚΜΕΛΗΣ
Transliteration A: ekmelḗs Transliteration B: ekmelēs Transliteration C: ekmelis Beta Code: e)kmelh/s

English (LSJ)

ές, (μέλος)

   A out of tune, dissonant, Ph.1.375, al., Ti.Locr. 101b, Plu.Demetr.1; unbridled, φιλοτιμία Id.Lys.23; of persons, Just.Nov.136.6. Adv. -λῶς Poll.4.57.

German (Pape)

[Seite 769] ές, mißtönend, unharmonisch; καὶ ἀνάρμοστος Tim. Locr. 101 b; Plut. u. A.; im Ggstz von ἐμμελής auch = übertrieben, φιλοτιμία Plut. Lys. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμελής: -ές, (μέλος) ἔξω τοῦ μέλους, παράφωνος, κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. πλημμελής), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, ἀνάγωγος, ἀχαλίνωτος, Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ἐκμελής· ἀνάρμοστος, ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς Πολυδ. Δ΄, 57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dissonant ; fig. déplacé, peu convenable.
Étymologie: ἐκ, μέλος.