μάσπετον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάσπετον''': τό, [[φύλλον]] τοῦ σιλφίου, Ἀντιφ. ἐν «Δυσέρωτι» 1, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 1. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάσπετα· τοῦ σιλφίου τὰ πρῶτα πέταλα, ἢ τὸ τοῦ καυλοῦ [[ὄπιον]]». | |lstext='''μάσπετον''': τό, [[φύλλον]] τοῦ σιλφίου, Ἀντιφ. ἐν «Δυσέρωτι» 1, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 1. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάσπετα· τοῦ σιλφίου τὰ πρῶτα πέταλα, ἢ τὸ τοῦ καυλοῦ [[ὄπιον]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />feuille de benjoin ; feuille <i>ou</i> tige du [[σίλφιον]] Chantraine. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A the leaf of σίλφιον, Antiph.88.4 (cj.), Thphr.HP6.3.1. 2 the stalk of σίλφιον, Dsc.3.80. 3 = semen ferulae, Gloss.
German (Pape)
[Seite 98] τό, das Blatt des σίλφιον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μάσπετον: τό, φύλλον τοῦ σιλφίου, Ἀντιφ. ἐν «Δυσέρωτι» 1, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 3, 1. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάσπετα· τοῦ σιλφίου τὰ πρῶτα πέταλα, ἢ τὸ τοῦ καυλοῦ ὄπιον».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
feuille de benjoin ; feuille ou tige du σίλφιον Chantraine.