θηρόχλαινος: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(6_16)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρόχλαινος''': -ον, ἐνδεδυμένος δέρματα θηρίων, Λυκόφρ. 871.
|lstext='''θηρόχλαινος''': -ον, ἐνδεδυμένος δέρματα θηρίων, Λυκόφρ. 871.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηρόχλαινος]], -ον (Α)<br />ντυμένος με [[δέρμα]] θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χλαινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χλαίνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεοντό</i>-<i>χλαινος</i>, <i>μελάγ</i>-<i>χλαινος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρόχλαινος Medium diacritics: θηρόχλαινος Low diacritics: θηρόχλαινος Capitals: ΘΗΡΟΧΛΑΙΝΟΣ
Transliteration A: thēróchlainos Transliteration B: thērochlainos Transliteration C: thirochlainos Beta Code: qhro/xlainos

English (LSJ)

ον,

   A clad in the skins of beasts, Lyc.871.

German (Pape)

[Seite 1210] in Thierfelle gekleidet, Lycophr. 891.

Greek (Liddell-Scott)

θηρόχλαινος: -ον, ἐνδεδυμένος δέρματα θηρίων, Λυκόφρ. 871.

Greek Monolingual

θηρόχλαινος, -ον (Α)
ντυμένος με δέρμα θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. λεοντό-χλαινος, μελάγ-χλαινος].