θηρόχλαινος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
θηρόχλαινον, clad in the skins of beasts, Lyc.871.
German (Pape)
[Seite 1210] in Tierfelle gekleidet, Lycophr. 891.
Greek (Liddell-Scott)
θηρόχλαινος: -ον, ἐνδεδυμένος δέρματα θηρίων, Λυκόφρ. 871.
Greek Monolingual
θηρόχλαινος, -ον (Α)
ντυμένος με δέρμα θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. λεοντόχλαινος, μελάγχλαινος].