σφοδρύνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφοδρύνω''': καθιστῶ σφοδρὸν ἢ ὁρμητικόν, Φίλων 1. 355, Πορφύρ. εἰς Πτολεμ. Ἁρμ. ― Παθ., θρασύνομαι, ἐπαίρομαι, σφοδρύνει γ’ ἀσθενεῖ σοφίσματι Αἰσχύλ. Πρ. 1011· [[γίνομαι]], καθίσταμαι [[σφοδρός]], ποιότητες σφοδρυνόμεναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μαραινόμεναι, Πλούτ. 2. 732C· ― [[ὡσαύτως]], ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., [[Πολυδ]]. Δ΄, 25. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 73.
|lstext='''σφοδρύνω''': καθιστῶ σφοδρὸν ἢ ὁρμητικόν, Φίλων 1. 355, Πορφύρ. εἰς Πτολεμ. Ἁρμ. ― Παθ., θρασύνομαι, ἐπαίρομαι, σφοδρύνει γ’ ἀσθενεῖ σοφίσματι Αἰσχύλ. Πρ. 1011· [[γίνομαι]], καθίσταμαι [[σφοδρός]], ποιότητες σφοδρυνόμεναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μαραινόμεναι, Πλούτ. 2. 732C· ― [[ὡσαύτως]], ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., [[Πολυδ]]. Δ΄, 25. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 73.
}}
{{bailly
|btext=rendre violent <i>ou</i> impétueux;<br /><i>Pass.</i> <b>1</b> devenir violent <i>ou</i> fort;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire le fort, se prévaloir de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σφοδρός]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρύνω Medium diacritics: σφοδρύνω Low diacritics: σφοδρύνω Capitals: ΣΦΟΔΡΥΝΩ
Transliteration A: sphodrýnō Transliteration B: sphodrynō Transliteration C: sfodryno Beta Code: sfodru/nw

English (LSJ)

   A make vehement, intensify, Ph.1.355, Porph.in Harm.p.238W.:—Pass., to be or become so, σφοδρύνει γ' ἀσθενεῖ σοφίσματι thou puttest overweening trust in . ., A.Pr.1011; ποιότητες σφοδρυνόμεναι, opp. μαραινόμεναι, Plu.2.732c; νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι Gal.19.563, cf. 17(1).207; πόνος (pain) σφοδρυνόμενος Sor.2.21: also in aor. Med., Poll.4.25.    II intr. in Act . . ἄνεμος -ύνει Alex.Aphr.Pr.1.73.

German (Pape)

[Seite 1051] heftig, hitzig machen, pass. σφοδρύνομαι, heftig, ungestüm sein, werden, Aesch. Prom. 1013, τινί, worauf trotzen, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρύνω: καθιστῶ σφοδρὸν ἢ ὁρμητικόν, Φίλων 1. 355, Πορφύρ. εἰς Πτολεμ. Ἁρμ. ― Παθ., θρασύνομαι, ἐπαίρομαι, σφοδρύνει γ’ ἀσθενεῖ σοφίσματι Αἰσχύλ. Πρ. 1011· γίνομαι, καθίσταμαι σφοδρός, ποιότητες σφοδρυνόμεναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μαραινόμεναι, Πλούτ. 2. 732C· ― ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Πολυδ. Δ΄, 25. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 73.

French (Bailly abrégé)

rendre violent ou impétueux;
Pass. 1 devenir violent ou fort;
2 fig. faire le fort, se prévaloir de, τινι.
Étymologie: σφοδρός.