ὀρθόπους: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων εὐθεῖς πόδας, ὀρθῶς πορευόμενος, ὀρθ. βαίνοντες [[ἄνις]].. τιθήνης Νικ. Ἀλεξιφ. 419. ΙΙ. [[ἀνωφερής]], [[ἀπόκρημνος]], ὀρθόποδος [[ὑπὲρ]] πάγου Σοφ. Ἀντ. 985· πρβλ. [[ὄρθιος]] Ι, ὀρθόπαγον. | |lstext='''ὀρθόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων εὐθεῖς πόδας, ὀρθῶς πορευόμενος, ὀρθ. βαίνοντες [[ἄνις]].. τιθήνης Νικ. Ἀλεξιφ. 419. ΙΙ. [[ἀνωφερής]], [[ἀπόκρημνος]], ὀρθόποδος [[ὑπὲρ]] πάγου Σοφ. Ἀντ. 985· πρβλ. [[ὄρθιος]] Ι, ὀρθόπαγον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />où l’on se tient droit, ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A upright on their feet, ὀ. βαίνοντες ἄνις . . τιθήνης Nic.Al.419. II steep, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου S.Ant.985 (lyr.); cf. ὄρθιος 1, Ὀρθόπαγον.
German (Pape)
[Seite 375] ποδος, mit graden Füßen, grade stehend, Nic. Al. 419; – aber übertr., π άγος, steil, Soph. Ant. 972, wo Herm. es vom Cise erkl., auf dem man feststehen kann.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων εὐθεῖς πόδας, ὀρθῶς πορευόμενος, ὀρθ. βαίνοντες ἄνις.. τιθήνης Νικ. Ἀλεξιφ. 419. ΙΙ. ἀνωφερής, ἀπόκρημνος, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου Σοφ. Ἀντ. 985· πρβλ. ὄρθιος Ι, ὀρθόπαγον.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
où l’on se tient droit, ferme.
Étymologie: ὀρθός, πούς.