λευκόχροος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(6_19)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - [[ὡσαύτως]] -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G.
|lstext='''λευκόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - [[ὡσαύτως]] -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκόχροος:''' -ον, συνηρ. [[λευκόχρους]], -ουν ([[χρόα]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]]· ετερόκλ. αιτ., <i>λευκόχροα κόμαν</i>, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόχροος Medium diacritics: λευκόχροος Low diacritics: λευκόχροος Capitals: ΛΕΥΚΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: leukóchroos Transliteration B: leukochroos Transliteration C: lefkochroos Beta Code: leuko/xroos

English (LSJ)

ον, contr. λευκό-χρους, ουν,

   A of pale complexion, Arist.GA728a2, Aret.SD 1.13, etc.: generally, white, heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν E.Ph. 322 (lyr.): pl. λευκόχροας Ptol.Geog.7.2.17:—also λευκό-χροιος, ον, Hp. Epid.2.1.10, Phlp.in GA53.3.

German (Pape)

[Seite 35] zsgzgn λευκόχρους, von weißer Farbe, Arist. gen. an. 1, 20. Bei Hippocr. λευκόχροιος.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων λευκὴν χροιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 2, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, κτλ.· ἑτερόκλ. αἰτιατ. λευκόχροα κόμαν Εὐρ. Φοίν. 322 (λυρ)· πληθ. λευκόχροας, Πτολ. Γεωγρ. 7. 2· - ὡσαύτως -χροιος, ον, παρ’ Ἱππ. 1008G.

Greek Monotonic

λευκόχροος: -ον, συνηρ. λευκόχρους, -ουν (χρόα), αυτός που έχει λευκό χρώμα· ετερόκλ. αιτ., λευκόχροα κόμαν, σε Ευρ.