κιρσοειδής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιρσοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κιρσόν, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», Ἱππ. 451. 49, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφρ. σελ. 224. | |lstext='''κιρσοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κιρσόν, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», Ἱππ. 451. 49, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφρ. σελ. 224. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[κιρσοειδής]], -ές)<br />αυτός που [[είναι]] πρησμένος [[έτσι]] ώστε να μοιάζει με κιρσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιρσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A varicose, of veins, Hp.Morb.1.14; of the convolutions of the brain, Ruf.Onom.148; κ. παραστάτης, name for the πόρος σπερματικός, Gal.4.565.
German (Pape)
[Seite 1442] ές, wie ein κιρσός aussehend, geschwollen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κιρσοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κιρσόν, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», Ἱππ. 451. 49, Γαλην., ἴδε Greenhill εἰς Θεόφρ. σελ. 224.
Greek Monolingual
-ές (Α κιρσοειδής, -ές)
αυτός που είναι πρησμένος έτσι ώστε να μοιάζει με κιρσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -ειδής (< εἶδος)].