ῥαδαλός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾰδᾰλός''': -ή, -όν, ἴδε [[ῥοδανός]], «ῥαδαλόν· ἁπαλόν, εὐδιάσειστον» Ἡσύχ. | |lstext='''ῥᾰδᾰλός''': -ή, -όν, ἴδε [[ῥοδανός]], «ῥαδαλόν· ἁπαλόν, εὐδιάσειστον» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />facile à mouvoir.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴδιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A v. ῥοδανός. ῥαδαμεῖ· βλαστάνει, Hsch. ῥάδαμνος, v. ὀρόδαμνος. ῥᾰδαμνώδης, ες, like a young shoot, Sch.Nic. Th.543. ῥαδανᾶται· πλανᾶται, Hsch. ῥαδάνη· κρόκη, ὁμοίως ῥοδάνη, Id. ῥᾰδᾰνίζω, v. ῥοδάνη. ῥᾰδᾰνός, v. ῥοδανός. ῥαδανῶροι· οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί, Ταραντῖνοι, Id. ῥαδές· τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον, Id.
German (Pape)
[Seite 830] las Zenodot. Il. 18, 576 für ῥοδανόν, = εὐκράδαντος, leicht beweglich. S. ῥαδινός.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰδᾰλός: -ή, -όν, ἴδε ῥοδανός, «ῥαδαλόν· ἁπαλόν, εὐδιάσειστον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
facile à mouvoir.
Étymologie: ῥᾴδιος.