θυλακίτης: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_19)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡλᾰκίτης''': -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ.· - θηλ., θυλακῑτης [[μήκων]], ἡ κοινὴ παπαροῦνα (πρβλ. [[θυλακίς]]), Διοσκ. 4. 65· θ. [[νάρδος]], ἡ ἀγρία, 1. 8.
|lstext='''θῡλᾰκίτης''': -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ.· - θηλ., θυλακῑτης [[μήκων]], ἡ κοινὴ παπαροῦνα (πρβλ. [[θυλακίς]]), Διοσκ. 4. 65· θ. [[νάρδος]], ἡ ἀγρία, 1. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυλακίτης]], ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) [[θύλακος]]<br />(μόνο στο θηλ.) <b>φρ.</b> α) «θυλακῑτις [[μήκων]]» — η [[κοινή]] [[παπαρούνα]]<br />β) «θυλακῑτις [[νάρδος]]» — η άγρια [[νάρδος]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλακίτης Medium diacritics: θυλακίτης Low diacritics: θυλακίτης Capitals: ΘΥΛΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: thylakítēs Transliteration B: thylakitēs Transliteration C: thylakitis Beta Code: qulaki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,= sq., only fem. θυλακῖτις μήκων the

   A common poppy (cf. θυλακίς), Dsc.4.64; θ. νάρδος,= ὀρεινὴ ν., Id.1.9.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ.· - θηλ., θυλακῑτης μήκων, ἡ κοινὴ παπαροῦνα (πρβλ. θυλακίς), Διοσκ. 4. 65· θ. νάρδος, ἡ ἀγρία, 1. 8.

Greek Monolingual

θυλακίτης, ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) θύλακος
(μόνο στο θηλ.) φρ. α) «θυλακῑτις μήκων» — η κοινή παπαρούνα
β) «θυλακῑτις νάρδος» — η άγρια νάρδος.