ἀνέγερσις: Difference between revisions
From LSJ
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέγερσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀνεγείρειν. Πλούτ. 2. 156Β. 2) τὸ ἀνεγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, «ἡ τοῦ Διὸς [[ἀνέγερσις]] δηλοῖ παλιντροπίαν» Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ο. 5, [[ἔνθα]] ὁ [[Ὅμηρος]] λέγει: ἔγρετο δὲ [[Ζεὺς]]… παρὰ χρυσοθρόνου Ἥρης. | |lstext='''ἀνέγερσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀνεγείρειν. Πλούτ. 2. 156Β. 2) τὸ ἀνεγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, «ἡ τοῦ Διὸς [[ἀνέγερσις]] δηλοῖ παλιντροπίαν» Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ο. 5, [[ἔνθα]] ὁ [[Ὅμηρος]] λέγει: ἔγρετο δὲ [[Ζεὺς]]… παρὰ χρυσοθρόνου Ἥρης. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de réveiller, d’exciter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεγείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A raising up, Plu.2.156b. 2 waking up, ib.378f.
German (Pape)
[Seite 219] ἡ, das Aufwecken, Aufrichten, ἀγνύθων Plut. Sept. sap. conv. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγερσις: -εως, ἡ, τὸ ἀνεγείρειν. Πλούτ. 2. 156Β. 2) τὸ ἀνεγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, «ἡ τοῦ Διὸς ἀνέγερσις δηλοῖ παλιντροπίαν» Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ο. 5, ἔνθα ὁ Ὅμηρος λέγει: ἔγρετο δὲ Ζεὺς… παρὰ χρυσοθρόνου Ἥρης.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de réveiller, d’exciter.
Étymologie: ἀνεγείρω.