χρυσήρης: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσήρης''': -ες, γεν. εος, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, [[χρυσοῦς]], [[οἶκος]], [[πόλος]] Εὐρ. Ἴων 157, 1154· ναῶν θριγκοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 129. | |lstext='''χρῡσήρης''': -ες, γεν. εος, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, [[χρυσοῦς]], [[οἶκος]], [[πόλος]] Εὐρ. Ἴων 157, 1154· ναῶν θριγκοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 129. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />incrusté d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], ἄρω. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A furnished or decked with gold, golden, οἶκοι E.Ion157 (lyr.); Ἄρκτος στρέφουσ' οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ ib.1154; ναῶν θριγκοί Id.IT129(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1380] ες, mit Gold befestigt, goldgefügt, aus Gold gearbeitet, Eur. πόλος, οἶκος, Ion 159. 1159, ναῶν θριγκοί I. T. 129.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσήρης: -ες, γεν. εος, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, χρυσοῦς, οἶκος, πόλος Εὐρ. Ἴων 157, 1154· ναῶν θριγκοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Ταύρ. 129.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
incrusté d’or.
Étymologie: χρυσός, ἄρω.