ἀσύγκρατος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύγκρᾱτος''': -ον, = [[ἀσυγκέραστος]], [[ἀνάρμοστος]], [[ἀσυμβίβαστος]], οὐδεὶς μὲν τῶν βεβήλων καὶ ἀμυήτων καὶ περὶ θεῶν δόξας ἀσυγκράτους ἡμῖν ἐχόντων πάρεστιν Πλούτ. 2. 418D, πρβλ. Οὐϋττεμβάχ. [[αὐτόθι]] 134D.
|lstext='''ἀσύγκρᾱτος''': -ον, = [[ἀσυγκέραστος]], [[ἀνάρμοστος]], [[ἀσυμβίβαστος]], οὐδεὶς μὲν τῶν βεβήλων καὶ ἀμυήτων καὶ περὶ θεῶν δόξας ἀσυγκράτους ἡμῖν ἐχόντων πάρεστιν Πλούτ. 2. 418D, πρβλ. Οὐϋττεμβάχ. [[αὐτόθι]] 134D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut mêler, incompatible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[συγκρατέω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύγκρᾱτος Medium diacritics: ἀσύγκρατος Low diacritics: ασύγκρατος Capitals: ΑΣΥΓΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: asýnkratos Transliteration B: asynkratos Transliteration C: asygkratos Beta Code: a)su/gkratos

English (LSJ)

ον,

   A incapable of blending, discordant, δόξαι Plu.2.418d; δυνάμεις, of herbs, cj. ib.134d; φωνή Nicom.Harm.12.

German (Pape)

[Seite 379] = ἀσυγκέραστος, Plut. adv. Col. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύγκρᾱτος: -ον, = ἀσυγκέραστος, ἀνάρμοστος, ἀσυμβίβαστος, οὐδεὶς μὲν τῶν βεβήλων καὶ ἀμυήτων καὶ περὶ θεῶν δόξας ἀσυγκράτους ἡμῖν ἐχόντων πάρεστιν Πλούτ. 2. 418D, πρβλ. Οὐϋττεμβάχ. αὐτόθι 134D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut mêler, incompatible.
Étymologie: ἀ, συγκρατέω.