ῥέγχος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_20) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥέγχος''': ῥέγχω, ῥεγχώδης, ἴδε ῥεγκ-. | |lstext='''ῥέγχος''': ῥέγχω, ῥεγχώδης, ἴδε ῥεγκ-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ῥέγκος]], τὸ, Α<br />[[ροχαλητό]], [[ρεγχασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ῥέγχος]] / [[ῥέγκος]] συνδέονται με το ρ. [[ῥέγχω]] / [[ῥέγκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ῥέγχω, ῥεγχώδης,
A v. ῥεγκ-. ῥέδα, ῥέδιον, v. ῥαῖδα, ῥαίδιον. ῥέδδω, v. ῥέζω (A). ῥέεθρον, Ion. and poet. for ῥεῖθρον (q.v.).
German (Pape)
[Seite 837] τό, = ῥέγκος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέγχος: ῥέγχω, ῥεγχώδης, ἴδε ῥεγκ-.
Greek Monolingual
και ῥέγκος, τὸ, Α
ροχαλητό, ρεγχασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥέγχος / ῥέγκος συνδέονται με το ρ. ῥέγχω / ῥέγκω.