ἐλαιοκόμος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_17) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλαιοκόμος''': -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· [[ἀλλά]], ΙΙ. [[ἐλαιοκόμος]], ον, ([[κόμη]]) [[κατάφυτος]] ἐξ ἐλαιῶν, [[τέμενος]] βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184. | |lstext='''ἐλαιοκόμος''': -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· [[ἀλλά]], ΙΙ. [[ἐλαιοκόμος]], ον, ([[κόμη]]) [[κατάφυτος]] ἐξ ἐλαιῶν, [[τέμενος]] βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que trabaja los olivos]] Poll.1.222, Phot.ε 553, <i>AB</i> 248<br /><b class="num">•</b>fig. [[criador de olivos]] ποταμός Nonn.<i>D</i>.37.170.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. κομέω.<br />-ον<br />[[ramoso de olivos]], [[lleno de ramas de olivo]], [[cubierto de olivos]] αὐλῶνες Poll.1.229, Μαραθών Nonn.<i>D</i>.13.184, 37.146.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. κόμη. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A rearing olives, AB248, perh. to be restored in Lys.Fr.28; but II ἐλαιόκομος, ον, (κόμη) olive-clad, μαραθών Nonn.D.13.184.
German (Pape)
[Seite 788] Oliven bauend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοκόμος: -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· ἀλλά, ΙΙ. ἐλαιοκόμος, ον, (κόμη) κατάφυτος ἐξ ἐλαιῶν, τέμενος βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184.
Spanish (DGE)
-ον
que trabaja los olivos Poll.1.222, Phot.ε 553, AB 248
•fig. criador de olivos ποταμός Nonn.D.37.170.
• Etimología: Cf. κομέω.
-ον
ramoso de olivos, lleno de ramas de olivo, cubierto de olivos αὐλῶνες Poll.1.229, Μαραθών Nonn.D.13.184, 37.146.
• Etimología: Cf. κόμη.