τρισμακάριστος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισμᾰκάριστος''': -η, -ον, = τρίσμακαρ, [[τρισευδαίμων]], [[τρισόλβιος]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164. | |lstext='''τρισμᾰκάριστος''': -η, -ον, = τρίσμακαρ, [[τρισευδαίμων]], [[τρισόλβιος]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d’envie.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[μακαρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], η, ον,
A = τρίσμακαρ, Luc.Vit.Auct.12: Sup. -τότατος MAMA1.267 (near Laodicea Combusta).
Greek (Liddell-Scott)
τρισμᾰκάριστος: -η, -ον, = τρίσμακαρ, τρισευδαίμων, τρισόλβιος, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois digne d’envie.
Étymologie: τρίς, μακαρίζω.