οἰακιστής: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
(6_19)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰᾱκιστής''': -οῦ, ὁ, [[πηδαλιοῦχος]], [[κυβερνήτης]], Λατ. gubernator, Σουΐδ. 2) Οἰακισταί, οἱ, ἐταιρεία τις ἐν Ρόδῳ, Hell. J. τ. 2, σ. 358.
|lstext='''οἰᾱκιστής''': -οῦ, ὁ, [[πηδαλιοῦχος]], [[κυβερνήτης]], Λατ. gubernator, Σουΐδ. 2) Οἰακισταί, οἱ, ἐταιρεία τις ἐν Ρόδῳ, Hell. J. τ. 2, σ. 358.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰακιστής]]) [[οιακίζω]]<br />αυτός που [[είναι]] επιφορτισμένος με τον χειρισμό του οίακα του πλοίου, [[πηδαλιούχος]], [[τιμονιέρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό [[κλάδο]] της ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως [[καθήκον]] τη [[συντήρηση]] και τον χειρισμό ναυτικών οργάνων, [[καθώς]] και τη [[χρήση]] τών ναυτικών σημάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ Οἰακισταί</i><br />[[ονομασία]] εταιρείας, συντεχνιακού συλλόγου στη Ρόδο.
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκιστής Medium diacritics: οἰακιστής Low diacritics: οιακιστής Capitals: ΟΙΑΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oiakistḗs Transliteration B: oiakistēs Transliteration C: oiakistis Beta Code: oi)akisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A steersman, pilot, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκιστής: -οῦ, ὁ, πηδαλιοῦχος, κυβερνήτης, Λατ. gubernator, Σουΐδ. 2) Οἰακισταί, οἱ, ἐταιρεία τις ἐν Ρόδῳ, Hell. J. τ. 2, σ. 358.

Greek Monolingual

ο (Α οἰακιστής) οιακίζω
αυτός που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό του οίακα του πλοίου, πηδαλιούχος, τιμονιέρης
νεοελλ.
(ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό κλάδο της ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως καθήκον τη συντήρηση και τον χειρισμό ναυτικών οργάνων, καθώς και τη χρήση τών ναυτικών σημάτων
αρχ.
στον πληθ. οἱ Οἰακισταί
ονομασία εταιρείας, συντεχνιακού συλλόγου στη Ρόδο.