πολυβαθής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6_7) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυβᾰθής''': -ές, [[λίαν]] [[βαθύς]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 633., 5. 60. | |lstext='''πολυβᾰθής''': -ές, [[λίαν]] [[βαθύς]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 633., 5. 60. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που έχει μεγάλο [[βάθος]] («ἄβυσσον γὰρ τὸ πολυβαθές», χρησμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>βαθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A very deep, ib.1.633, 5.61.
German (Pape)
[Seite 660] ές, sehr tief, Schol. Opp. 1, 633.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβᾰθής: -ές, λίαν βαθύς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 633., 5. 60.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλο βάθος («ἄβυσσον γὰρ τὸ πολυβαθές», χρησμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαθής (< βάθος), πρβλ. ισο-βαθής].