δυσωνέω: Difference between revisions
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσωνέω''': παρατ. ἐδυσώνουν, Ἀνθ. Π. 11. 169·- προσπαθῶ νὰ ὑποβιβάσω τὴν τιμὴν, προσπαθῶ νὰ ἀγοράσω τι εὐθηνότερον, «παζαρεύω», Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 49 (ἴδε Ἑρμηνευτ. τοῦ [[Πολυδ]]. Γ' 126).-Μέσ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 517. | |lstext='''δυσωνέω''': παρατ. ἐδυσώνουν, Ἀνθ. Π. 11. 169·- προσπαθῶ νὰ ὑποβιβάσω τὴν τιμὴν, προσπαθῶ νὰ ἀγοράσω τι εὐθηνότερον, «παζαρεύω», Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 49 (ἴδε Ἑρμηνευτ. τοῦ [[Πολυδ]]. Γ' 126).-Μέσ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 517. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> acheter de mauvaise grâce, marchander;<br /><b>2</b> ne pouvoir se décider à acheter <i>en parl. d’un avare</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> δυσωνέομαι-οῦμαι marchander.<br />'''Étymologie:''' [[δυσώνης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
impf.
A ἐδυσώνουν AP11.169 (Nicarch.):—beat down the price, cheapen, Pl.Com.224:—Med., Arist.Fr.558.
German (Pape)
[Seite 691] schlecht kaufen, bieten; Plat. com. bei Poll. 3, 126; Nicarch. 18 (XI. 169). – Auch med., Arist. bei Ath. VIII, 348 b.
Greek (Liddell-Scott)
δυσωνέω: παρατ. ἐδυσώνουν, Ἀνθ. Π. 11. 169·- προσπαθῶ νὰ ὑποβιβάσω τὴν τιμὴν, προσπαθῶ νὰ ἀγοράσω τι εὐθηνότερον, «παζαρεύω», Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 49 (ἴδε Ἑρμηνευτ. τοῦ Πολυδ. Γ' 126).-Μέσ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 517.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 acheter de mauvaise grâce, marchander;
2 ne pouvoir se décider à acheter en parl. d’un avare;
Moy. δυσωνέομαι-οῦμαι marchander.
Étymologie: δυσώνης.