στεριφότης: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(6_12)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερῐφότης''': -ητος, ἡ, [[σκληρότης]], [[τραχύτης]], τὸ στερεόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 256.
|lstext='''στερῐφότης''': -ητος, ἡ, [[σκληρότης]], [[τραχύτης]], τὸ στερεόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 256.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[στέριφος]] (Ι)]<br />[[σκληρότητα]], [[τραχύτητα]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερῐφότης Medium diacritics: στεριφότης Low diacritics: στεριφότης Capitals: ΣΤΕΡΙΦΟΤΗΣ
Transliteration A: steriphótēs Transliteration B: steriphotēs Transliteration C: sterifotis Beta Code: sterifo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A stoutness, solidity, Sch.Il.11.256.

Greek (Liddell-Scott)

στερῐφότης: -ητος, ἡ, σκληρότης, τραχύτης, τὸ στερεόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 256.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α στέριφος (Ι)]
σκληρότητα, τραχύτητα.