στεριφότης

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερῐφότης Medium diacritics: στεριφότης Low diacritics: στεριφότης Capitals: ΣΤΕΡΙΦΟΤΗΣ
Transliteration A: steriphótēs Transliteration B: steriphotēs Transliteration C: sterifotis Beta Code: sterifo/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, stoutness, solidity, Sch.Il.11.256.

Greek (Liddell-Scott)

στερῐφότης: -ητος, ἡ, σκληρότης, τραχύτης, τὸ στερεόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 256.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α στέριφος (Ι)]
σκληρότητα, τραχύτητα.