ἐμπίς: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπίς''': ἴδος, ἡ, [[εἶδος]] ἐντόμου ἐκμυζῶντος τὸ [[αἷμα]], μείζονος δὲ τοῦ κώνωπος, τὸ Λατ. culex ἢ [[ἴσως]] tipula culiciformis, Ἀριστοφ. Νεφ. 157 κἑξ.· τὰς ὀξυστόμους ἐμπίδας ὁ αὐτ. Ὄρνιθ. 245, [[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστὴς ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ζῷόν ἐστιν ἐν ὕδατι γινόμενον ὅμοιον τῷ κώνωπι, μεῖζον δὲ τῇ περιοχῇ, κατὰ τὸ [[μέσον]] λευκῷ περιεζωσμένον», πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 5. 19, 14. 2) ἡ πρώτη μορφὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ οἴστρου, ἡ [[νύμφη]] ἐξ ἧς μετεμορφώθη εἰς οἶστρον, ἔνια τῶν ζῴων... μεταβάλλει εἰς [[ἄλλην]] μορφήν... [[οἷον]] ἐπὶ τῶν ἐμπίδων· γίνεται γὰρ ἐξ αὐτῶν ὁ [[οἶστρος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. | |lstext='''ἐμπίς''': ἴδος, ἡ, [[εἶδος]] ἐντόμου ἐκμυζῶντος τὸ [[αἷμα]], μείζονος δὲ τοῦ κώνωπος, τὸ Λατ. culex ἢ [[ἴσως]] tipula culiciformis, Ἀριστοφ. Νεφ. 157 κἑξ.· τὰς ὀξυστόμους ἐμπίδας ὁ αὐτ. Ὄρνιθ. 245, [[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστὴς ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ζῷόν ἐστιν ἐν ὕδατι γινόμενον ὅμοιον τῷ κώνωπι, μεῖζον δὲ τῇ περιοχῇ, κατὰ τὸ [[μέσον]] λευκῷ περιεζωσμένον», πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 5. 19, 14. 2) ἡ πρώτη μορφὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ οἴστρου, ἡ [[νύμφη]] ἐξ ἧς μετεμορφώθη εἰς οἶστρον, ἔνια τῶν ζῴων... μεταβάλλει εἰς [[ἄλλην]] μορφήν... [[οἷον]] ἐπὶ τῶν ἐμπίδων· γίνεται γὰρ ἐξ αὐτῶν ὁ [[οἶστρος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />sorte de grand cousin, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> apis. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A mosquito, gnat, Ar.Nu.157; ἐμπίδες ὀξύστομοι Id.Av. 245, cf. Arist.HA490a21, Porph.Abst.3.20; the gnat Chironomus, Arist.HA551b27; prob. may-fly, ib.601a4. 2 larva of the οἶστρος, ib.487b5 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 813] ίδος, ἡ, die Stechmücke, nach Schol. Ar. Nubb. 157 das spätere κώνωψ; ὀξύστομοι Av. 244; Arist. H. A. 1, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπίς: ἴδος, ἡ, εἶδος ἐντόμου ἐκμυζῶντος τὸ αἷμα, μείζονος δὲ τοῦ κώνωπος, τὸ Λατ. culex ἢ ἴσως tipula culiciformis, Ἀριστοφ. Νεφ. 157 κἑξ.· τὰς ὀξυστόμους ἐμπίδας ὁ αὐτ. Ὄρνιθ. 245, ἔνθα ὁ Σχολιαστὴς ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ζῷόν ἐστιν ἐν ὕδατι γινόμενον ὅμοιον τῷ κώνωπι, μεῖζον δὲ τῇ περιοχῇ, κατὰ τὸ μέσον λευκῷ περιεζωσμένον», πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 13., 5. 19, 14. 2) ἡ πρώτη μορφὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ οἴστρου, ἡ νύμφη ἐξ ἧς μετεμορφώθη εἰς οἶστρον, ἔνια τῶν ζῴων... μεταβάλλει εἰς ἄλλην μορφήν... οἷον ἐπὶ τῶν ἐμπίδων· γίνεται γὰρ ἐξ αὐτῶν ὁ οἶστρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 17, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de grand cousin, insecte.
Étymologie: cf. lat. apis.