καταπερονάω: Difference between revisions
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
(6_5) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπερονάω''': διὰ τῆς περόνης κρατῶν, [[συνάπτω]], κομβώνω ἰσχυρῶς, τὴν ἔνδεσιν ἀσφαλίζονται ταῖς λαβίσι καταπερονῶντες Πολύβ. 6. 23, 11. | |lstext='''καταπερονάω''': διὰ τῆς περόνης κρατῶν, [[συνάπτω]], κομβώνω ἰσχυρῶς, τὴν ἔνδεσιν ἀσφαλίζονται ταῖς λαβίσι καταπερονῶντες Πολύβ. 6. 23, 11. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπερονάω:''' застегивать, закреплять (ταῖς λαβίσι Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A rivet, λαβίσι Plb.6.23.11.
German (Pape)
[Seite 1369] mit einer περόνη anheften, übh. anheften, λαβίσι Pol. 6, 23, 11.
Greek (Liddell-Scott)
καταπερονάω: διὰ τῆς περόνης κρατῶν, συνάπτω, κομβώνω ἰσχυρῶς, τὴν ἔνδεσιν ἀσφαλίζονται ταῖς λαβίσι καταπερονῶντες Πολύβ. 6. 23, 11.
Russian (Dvoretsky)
καταπερονάω: застегивать, закреплять (ταῖς λαβίσι Polyb.).