ἀρρενόομαι: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(6_20) |
(1b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρρενόομαι''': Παθ. [[γίνομαι]] [[ἀνήρ]], ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα ἀνδρός, Λουκ. Ἔρωτ. 19, Α. Β. 19: ―τὸ ἐνεργ. καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, [[ἀνδρίζω]], ἐπιρρωννύω, Συνεσ. Ἐπιστ. 146, ἐν τῇ ἀρχῇ. | |lstext='''ἀρρενόομαι''': Παθ. [[γίνομαι]] [[ἀνήρ]], ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα ἀνδρός, Λουκ. Ἔρωτ. 19, Α. Β. 19: ―τὸ ἐνεργ. καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, [[ἀνδρίζω]], ἐπιρρωννύω, Συνεσ. Ἐπιστ. 146, ἐν τῇ ἀρχῇ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρρενόομαι:''' становиться мужчиной, мужать Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 31 December 2018
English (LSJ)
A become a man, do the duties of one, Luc.Am.19; of a woman, πλέον τῆς φύσεως ἀ. Ph.2.328; φρόνημα ἠρρενωμένον ib.53; Astrol., of stars (cf. ἄρρην), become masculine, Heph.Astr.1.2, Ptol. Tetr.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρενόομαι: Παθ. γίνομαι ἀνήρ, ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα ἀνδρός, Λουκ. Ἔρωτ. 19, Α. Β. 19: ―τὸ ἐνεργ. καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, ἀνδρίζω, ἐπιρρωννύω, Συνεσ. Ἐπιστ. 146, ἐν τῇ ἀρχῇ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρενόομαι: становиться мужчиной, мужать Luc.