σπινθαρίς: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπινθαρίς''': -ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]], «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544. | |lstext='''σπινθαρίς''': -ίδος, ἡ, = [[σπινθήρ]], «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σπινθήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= σπινθήρ,
A spark, h Ap.442; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, A.R.4.1544.
German (Pape)
[Seite 921] ίδος, ἡ, = σπινθήρ, H. h. Apoll. 442.
Greek (Liddell-Scott)
σπινθαρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. σπινθήρ.