προσυπολαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσυπολαμβάνω''': [[ὑπολαμβάνω]] [[προσέτι]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 6, Διον. Ἁλ. | |lstext='''προσυπολαμβάνω''': [[ὑπολαμβάνω]] [[προσέτι]], Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 6, Διον. Ἁλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υποθέτω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> συνεπάγομαι [[κάτι]] [[ακόμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑπολαμβάνω]] «[[θεωρώ]], [[υποθέτω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A suppose besides, Arist.Cael.308a27; imply, import in addition, Phld.Mus.p.74 K. (Pass.), f.l. for προϋπ- in D.H.Th.35.
German (Pape)
[Seite 785] (s. λαμβάνω), noch dazu annehmen, Arist. de coel. 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπολαμβάνω: ὑπολαμβάνω προσέτι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 6, Διον. Ἁλ.
Greek Monolingual
Α
1. υποθέτω κάτι επί πλέον
2. συνεπάγομαι κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπολαμβάνω «θεωρώ, υποθέτω»].