μετάκερας: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(6_15)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάκερᾰς''': ὁ, ἡ, τό, [[μικτός]], μεμιγμένος, ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, χλιαρόν, ἡ μὲν τὸ θερμόν, ἡ δ’ ἑτέρα τὸ μ. Ἄλεξις ἐν «Λοκροῖς» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Βαλανείῳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 123Ε, Λοβ. Παράλλ. 223.
|lstext='''μετάκερᾰς''': ὁ, ἡ, τό, [[μικτός]], μεμιγμένος, ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, χλιαρόν, ἡ μὲν τὸ θερμόν, ἡ δ’ ἑτέρα τὸ μ. Ἄλεξις ἐν «Λοκροῖς» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Βαλανείῳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 123Ε, Λοβ. Παράλλ. 223.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετάκερας]], ὁ, ἡ, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> αναμεμιγμένος<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) [[χλιαρός]], [[ούτε]] [[θερμός]] [[ούτε]] [[ψυχρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερας</i> (<span style="color: red;"><</span> θ <i>κερα</i>- του [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-<i>κερας</i>].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάκερᾰς Medium diacritics: μετάκερας Low diacritics: μετάκερας Capitals: ΜΕΤΑΚΕΡΑΣ
Transliteration A: metákeras Transliteration B: metakeras Transliteration C: metakeras Beta Code: meta/keras

English (LSJ)

ὁ, ἡ, τό,

   A intermixed, esp. of water, lukewarm, ἡ μὲν τὸ θερμόν, ἡ δ' ἑτέα τὸ μ. Alex.137, cf. Philyll.32, Amphis 7.

German (Pape)

[Seite 147] gemischt, Hippocr.; bes. aus heiß u. kalt, dah. lau, χλιαρὸν ὕδωρ, Ath. III, 123 e, mit zwei Beispielen aus Komikern belegt.

Greek (Liddell-Scott)

μετάκερᾰς: ὁ, ἡ, τό, μικτός, μεμιγμένος, ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, χλιαρόν, ἡ μὲν τὸ θερμόν, ἡ δ’ ἑτέρα τὸ μ. Ἄλεξις ἐν «Λοκροῖς» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Βαλανείῳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 123Ε, Λοβ. Παράλλ. 223.

Greek Monolingual

μετάκερας, ὁ, ἡ, τὸ (Α)
1. αναμεμιγμένος
2. (για νερό) χλιαρός, ούτε θερμός ούτε ψυχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κερας (< θ κερα- του κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. αυτό-κερας].