Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεθάρμοσις: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_9)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθάρμοσις''': ἡ, [[ἀλλαγή]], [[μεθάρμοσις]] δεσποτῶν Πολύβ. 18. 28. 6.
|lstext='''μεθάρμοσις''': ἡ, [[ἀλλαγή]], [[μεθάρμοσις]] δεσποτῶν Πολύβ. 18. 28. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεθάρμοσις]], -εως, ἡ (Α) [[μεθαρμόττω]]<br />[[μετατροπή]], [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] («καὶ γίνεται [[μεθάρμοσις]] δεσποτῶν, οὐκ [[ἐλευθέρωσις]] τῶν Ἑλλήνων», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθάρμοσις Medium diacritics: μεθάρμοσις Low diacritics: μεθάρμοσις Capitals: ΜΕΘΑΡΜΟΣΙΣ
Transliteration A: methármosis Transliteration B: metharmosis Transliteration C: metharmosis Beta Code: meqa/rmosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A change, δεσποτῶν Plb.18.45.6.

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, Umstimmung, Veränderung, Pol. 18, 28, 6, δεσποτῶν.

Greek (Liddell-Scott)

μεθάρμοσις: ἡ, ἀλλαγή, μεθάρμοσις δεσποτῶν Πολύβ. 18. 28. 6.

Greek Monolingual

μεθάρμοσις, -εως, ἡ (Α) μεθαρμόττω
μετατροπή, μεταβολή, αλλαγή («καὶ γίνεται μεθάρμοσις δεσποτῶν, οὐκ ἐλευθέρωσις τῶν Ἑλλήνων», Πολ.).