κολύβδαινα: Difference between revisions
From LSJ
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
(6_9) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολύβδαινα''': ἡ, [[εἶδος]] καρκίνου, Ἐπιχ. 27 Ahr. | |lstext='''κολύβδαινα''': ἡ, [[εἶδος]] καρκίνου, Ἐπιχ. 27 Ahr. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολύβδαινα]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] καβουριού («ἀστακοὶ κολύβδαιναί τε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολύμβαινα]] [[κατά]] το [[μολύβδαινα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, kind of
A crab, Epich.57.
German (Pape)
[Seite 1476] ἡ, eine Krebsart, Epicharm. bei Ath. III, 105 b.
Greek (Liddell-Scott)
κολύβδαινα: ἡ, εἶδος καρκίνου, Ἐπιχ. 27 Ahr.
Greek Monolingual
κολύβδαινα, ἡ (Α)
είδος καβουριού («ἀστακοὶ κολύβδαιναί τε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμβαινα κατά το μολύβδαινα.