ἐξιπωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(6_10)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξιπωτικός''': -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, [[καθαρτικός]], ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697.
|lstext='''ἐξιπωτικός''': -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, [[καθαρτικός]], ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξιπωτικός]], -ή, -όν (Α) [[εξιπώ]]<br />[[καθαρτικός]] («ἐξιπωτικὰ φάρμακα»).
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῑπωτικός Medium diacritics: ἐξιπωτικός Low diacritics: εξιπωτικός Capitals: ΕΞΙΠΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exipōtikós Transliteration B: exipōtikos Transliteration C: eksipotikos Beta Code: e)cipwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for squeezing out, expressive, φάρμακα Gal.13.993, cf. Aët12.31.

German (Pape)

[Seite 882] ή, όν, zum Ausdrücken, Reinigen gehörig, φάρμακα Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιπωτικός: -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, καθαρτικός, ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697.

Greek Monolingual

ἐξιπωτικός, -ή, -όν (Α) εξιπώ
καθαρτικός («ἐξιπωτικὰ φάρμακα»).